Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2008

«Ψυχανεμίσματα στοχασμών»: Σάπικα Ευθυμίας

Ο ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ ΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΜΟΥ

Βλέπω τα μπλε του μάτια,
τα λαμπερά ξανθά του μαλλιά,
το στόμα με το φιλικό του χαμόγελο,
μοιάζει με Θεϊκό.

Τι πειράζει αν μόνο
λέμε μια καλημέρα;
Τι κι αν είναι ένα πρόσωπο
που ποτέ πολύ καλά δεν γνώρισα;

Στην φαντασία μου είναι δίπλα μου
είναι εκεί για να με ξεκουράζει,
όταν δεν μπορώ να καταλάβω,
εκείνος μου εξηγεί.

΄Όταν αισθάνομαι πράγματι άσχημα
ή όταν κάτι φοβάμαι
τον αισθάνομαι να μου μιλάει
και οι φόβοι μου εξαφανίζονται.

Τον νιώθω να σκύβει τρυφερά
και να με φιλάει,
όπως η μάνα δίνει νερό,
στο ταλαιπωρημένο της παιδί....

Μα μόνο στ’ όνειρό μου........

1980






ΕΙΡΗΝΗ

Κάθε ώρα, κάθε στιγμή, βουλιάζουμε όλο και περισσότερο στο ανελέητο χάος της σύγχρονης ζωής.

Μέσα στη μοναξιά που υπάρχει μέσα μας, υψώνεται ένα όνειρο. Το όνειρο μιας περασμένης εποχής, γεμάτης ανθρωπιά. Αφήνουμε την ψυχή μας να πετάξει σε χαμένα ιδανικά.

Ιδανικά που κατέστρεψε η αυτονομία που θέλησε να έχει ο άνθρωπος. Το μόνο που μας δίνει ανάσα στο κενό που ζούμε είναι αυτό το πέταγμα. Πρέπει να ελπίζουμε. Να μην σταματήσουμε να προσπαθούμε για την επαλήθευση των ονείρων μας.

Να μπορέσουμε κάποτε να ξεφύγουμε από το αδιέξοδο που μας οδηγεί η ζωή. Να ξαναποκτήσουμε αυτό που κάποτε ονομάζαμε Ειρήνη. Την ειρήνη που έχουμε όλοι μέσα μας.




















ΟΝΕΙΡΟ

Νιώθαμε πως ξαναγεννιόμαστε όταν πιασμένοι χέρι - χέρι χανόμαστε μέσα στις φλόγες του ηλιοβασιλέματος.
΄Όταν τα χείλη παύουν να μιλούν και μιλούν μυστικά τα μάτια, νιώθαμε ενωμένοι, έτσι όπως ο ήλιος, ενώνει κάθε δειλινό το χρυσοκόκκινο παράπονό του, με το αγνό γαλάζιο του ουρανού.




1980
























ΧΑΜΕΝΕΣ ΕΛΠΙΔΕΣ

Ξυπνώ το πρωί, μα νιώθω τόση θλίψη..........Δεν είναι τα σύννεφα που γεμίζουν τον ουρανό, είναι που για σένα πονώ, για σένα που αποφάσισε η μέρα τον ήλιο να κρύψει.

Δεν θέλω να βλέπω τον ήλιο τώρα πια, τώρα που χάθηκαν όλες μου οι ελπίδες, δάκρυσαν τα μάτια μου κι όμως δεν τα’ δες, γιατί, τι κρίμα! ήσουν μακριά.

Κάποτε έκανα όνειρα πολλά, για μένα, για σένα........μα τώρα το ξέρω καλά, όλα τα όνειρά μου πήγαν χαμένα. Χαμένα, άραγε;

Κι όμως δεν κατηγορώ γι’ αυτό εσένα, τις χαμένες μου, κατηγορώ, ελπίδες, που μου γέμισαν το πρόσωπο ρυτίδες, προτού να δω τα όνειρά μου πραγματοποιημένα.

Μα δεν ξεχνώ πως μέσα στα τόσα νεανικά μου όνειρα, ένα ήσουν και συ.
Εσύ που έφυγες μακριά μου, μια μέρα, παρόλο που κάναμε τόσα όνειρα μαζί και λέγαμε «σε λατρεύω» και είχαμε στην καρδιά μας ελπίδες πολλές….
Μα τώρα πήγαν όλες χαμένες. Έφυγαν κι αυτές μαζί με το χθες.....







1982




ΛΙΓΕΣ ΣΤΑΓΟΝΕΣ ΒΡΟΧΗΣ


Περπατώ αφηρημένη.
Η σκέψη μου βρίσκεται σ’ εκείνον.

Το βλέμμα μου πλανιέται άυλο.
Δυο καυτά δάκρυα κυλούν στα μάγουλά μου.
Λίγες σταγόνες βροχής ήρθαν να ξεπλύνουν
τα δάκρυά μου,
να πάρουν μακριά τη θλίψη μου, να διώξουν
τα προβλήματά μου.

Ο χρόνος για μένα σταμάτησε.
Όμως η ζωή κυλά. Δε σταματά.
Δεν ζω στο σήμερα, αλλά στο χθες.
Η μοναξιά με πνίγει.

Ψάχνω, ψάχνω....να βρω κάτι.
Τι; Μήπως λίγη αγάπη;
Λίγη ζεστασιά? Ναι.
Που υπάρχει; Μπορείς να μου πεις;
Δεν υπάρχει πια. Χάθηκε μαζί του.

Όμως για μένα χάθηκε και από όλο τον κόσμο.
Χάθηκε για πάντα, μαζί με την μορφή του.






1982



ΒΟΥΡΚΩΜΕΝΟ ΔΕΙΛΙΝΟ

Αγαπημένε μου, το βλέπω, το διαβάζω παντού. Θέλουν να φύγεις από κοντά μου.
Μου το ψιθυρίζει το σιγανό φύσημα του ανέμου…
Μου το ψιθυρίζει το κόκκινο βάψιμο της δύσης….
Μου το ψιθυρίζει τ’ αστέρια στο χλωμό στερέωμα.

΄Όχι! Δεν θα τους αφήσω! Τώρα που σε βρήκα δεν θέλω να σε χάσω. Χάρη σε σένα έμαθα να γελάω, βαθιά και αληθινά, να κλαίω, ν’ αγαπάω...... Με τη δική σου σκέψη ρίχνομαι ν’ αγωνιστώ, όλο και πιο πολύ.

Είσαι για μένα η χαρά και η λύπη, το χαμόγελο και το δάκρυ.
Και θα σ’ αγαπώ. Κοίταξε τον χλωμό ήλιο, γέρνει να δύσει.
΄Ίσως προμηνά τη δύση της δικής μας αγάπης. Όχι!
Δεν θα τον αφήσουμε!
Ας ενώσουμε σφικτά τα χέρια και ας τον κρατήσουμε, μετρώντας τους κτύπους της καρδιάς μας και ξαναστήνοντας τα όνειρά μας, ας συνεχίσουμε πιο αισιόδοξα.
Πιο ελπιδοφόρα. Αυτό το βουρκωμένο δειλινό ας ξεκινήσουμε. Ποιος ξέρει? Ίσως νικήσουμε...










1983



ΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ


Πέρασε ο καιρός.
Πέρασε πολύ γρήγορα.
Τόσο που δεν πρόλαβα να σε χορτάσω.

΄Έφυγες ακόμα μια φορά.
Ακόμα μια φορά άνοιξες τον λάκκο,
που είχες κλείσει με την παρουσία σου.

Δεν θα είσαι εδώ, για να σταματήσεις
τις πίκρες που ξεχύνονται από κει μέσα.

Όλες τις πίκρες και τις αμφιβολίες που πέφτουν
σαν μαχαίρια πάνω μου, να με ξεσχίσουν.

Να μου ανοίξουν χιλιάδες πληγές.
Και συ το μόνο φάρμακο, που μπορεί
να τις γιατρέψει, είσαι μακριά....

Και δεν υπάρχει κανένας τρόπος
για να σε φέρω κοντά μου.
Δεν υπάρχει κανένας τρόπος
για να γεμίσω ξανά το τεράστιο κενό της μοναξιάς μου.

Και αυτές οι πληγές θα μένουν ανοιχτές
και θα με γεμίζουν πόνο, μέχρι που να ξαναγυρίσεις,
γιατί μόνο εσύ ξέρεις και μπορείς να τις γιατρέψεις.


1983



ΕΙΣΑΙ ΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ

Κάθε σημείο της ζωής γεμάτο πίκρα,
γεμάτο δάκρυα πικρά,
ο φόβος μην σε χάσω με τρελαίνει
και σκίζει τη μικρή μου καρδιά.

Σώμα και ψυχή όλα για κείνον
κάθε δάκρυ, κάθε γέλιο, κάθε πνοή,
λυπήσου με, Θεέ, λυπήσουμε κι εμένα
μη μου ανοίξεις κι άλλη, μεγαλύτερη πληγή.

Πονώ, Θεέ μου, πονώ κάθε ώρα, κάθε λεπτό,
ένα μαχαίρι ξύνει μέρα με τη μέρα την πληγή.
Πάνω που η χαρά είναι η βασίλισσά μου,
κάποια λέξη πικρή μου φαρμακώνει την ψυχή.

Το φως που λάμπει τώρα μέσα μου
μην αφήσεις κανένα δαίμονα να σβήσει
γιατί σαν σβήσει αυτό το φως, θα πάψω να υπάρχω,
χάνεται για μένα η ίδια η ζωή…..

Πονώ, Θεέ μου, πονώ κάθε ώρα, κάθε λεπτό
λύτρωσε την ψυχή μου από το βαρύ, πικρό καημό.
Η αγάπη μου για κείνον είναι τόσο βαθιά,
δώσε κουράγιο και δύναμη στην πικραμένη μου καρδιά.






1983




ΖΩΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ

Στα όνειρά μου χτίζω τη ζωή, τοποθετώντας αιώνιο θεμέλιο την ελπίδα.
Όταν όμως ξυπνώ, με χαρακώνει πάλι και πάλι η λεπίδα του θανάτου.
Χτίζω, ρίχνοντας για θεμέλιο τον πόνο.

Και κάθε μέρα, με την ίδια αγωνία, τον ανυπόφορο τρόμο ζωγραφισμένο στα χείλη και την καρδιά μου, περιμένω να γκρεμιστεί, σωρός στα πόδια μου, ο ετοιμόρροπος κόσμος μου.

Θέλω να τοποθετήσω νέες βάσεις, μα όλο και περισσότερο το μαχαίρι του ανελέητου θάνατου χαρακώνει βαθύτερα το είναι μου, ξεσκίζει τα σωθικά μου.
Το κορμί μου λύγισε απ’ το βαρύ φορτίο του. Παρέλυσε...

Κι όμως, θέλω να κινηθώ, να ελευθερωθώ απ’ την αόρατη πλεκτάνη που με παγίδεψε. Γιατί θέλω να ζήσω.
Να μοιραστώ την αγάπη μου μαζί σου.
Σ’ αγαπώ......










1985




ΜΟΝΑΞΙΑ

Η μία μέρα, ξημερώνει μετά την άλλη. Ατέλειωτες ώρες μεσ’ τη ζωή μου, αλλά και πόσο γρήγορες!!

Νύχτες που κάθε λεπτό τους περνάει αργά και ο πόνος τους είναι τόσο βαθύς, όσο και το αλάτι που πέφτει λίγο - λίγο στην πληγή.

Ακούς λόγια τυπικά, σε κοιτούν στα μάτια και συ νιώθεις μόνος. Δεν σε καταλαβαίνουν, δεν τους καταλαβαίνεις κι όμως δεν γίνεται καμιά προσπάθεια και φεύγει η ζωή σαν το νερό μέσα από τα χέρια σου, πριν προλάβεις να καταλάβεις: άραγε αγαπήθηκες ποτέ αληθινά;

Γεννιέσαι, υποφέρεις και πεθαίνεις. Πάντα μόνος. Οι λίγες στιγμές ευτυχίας δεν αρκούν για να αναπληρώσουν τον πόνο που νιώθεις στην υπόλοιπη ζωή σου.

Και κάθε φορά που πέφτει ο ήλιος, αναρωτιέμαι, γιατί πραγματικά ζω. Σε τι εξυπηρετεί η ύπαρξή μου. Και η σκέψη αυτή με κυνηγάει ακόμη και στα όνειρά μου.

Κάθε νύχτα, κάθε στιγμή, μέχρι που να’ ρθει το πρωί και να συνεχίσω να ζω, ψάχνω να βρω κάτι, κάτι όμορφο και τρυφερό, μέσα στην απέραντη μοναξιά μου.







1985



ΕΣΥ ΚΑΙ ΕΓΩ

΄Ήθελα να γνωρίσω τον κόσμο,
γιατί νόμιζα ότι ήταν δικός μου.

Περπάτησα μονάχη ψάχνοντας,
μα παντού συνάντησα την κακία,
την υστεροβουλία, την ανθρώπινη αδυναμία.

Δεν άργησε ο δρόμος μπροστά μου να θολώνει,
να γίνεται αδιάβατος, σκληρός, αδυσώπητος.

Σταμάτησα…. Δεν ήθελα να προχωρήσω άλλο πια,
τα πόδια μου δεν με κρατούσαν.

Άρχισα να σκιαγραφώ πώς θα ήταν ο κόσμος,
τότε σε γνώρισα. Σε πήρα μαζί μου, στα όνειρά μου,
ταξιδέψαμε μαζί παντού, αγγίξαμε το φεγγάρι.

Ο δρόμος μου τώρα ξεδιάλυνε κι έγινε καθαρός.
Μείνε κοντά μου.
Ο δρόμος μου ας γίνει και δικός σου.

Η φλόγα που μας ενώνει, ας μένει δυνατή,
για να φωτίζει το δρόμο μας, για να αναζητήσουμε
μαζί την αιώνια πηγή ζωής, την Αγάπη..............






1986



ΒΡΟΧΗ

Μαύρα σύννεφα, πεσμένα άνθη και χλωμό φεγγάρι,
το βιαστικό πέταγμα των πουλιών, ο ερχομός του
μελαγχολικού φθινοπώρου.

Τόσα έχουν ειπωθεί κι όμως τα αισθήματα δεν έχουν αλλάξει.

Σου χαρίζω αυτό το ποιήμα, να το διαβάζεις, όταν η σιωπή του κόσμου, σου είναι αβάσταχτη.

Και να θυμάσαι, πως πάντα στις σκέψεις μου, βρίσκεσαι ΕΣΥ.

Είναι ωραίο ν’ αγαπάς εκείνους, που δεν ξέρουν να σ’ αγαπούν.............Γιατί η αγάπη είναι μόνο δόσιμο.















1988





ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΜΕΝΟΣ ΟΥΡΑΝΟΣ

Όταν ο ουρανός είναι συννεφιασμένος, ζω έναν παράξενο εφιάλτη, που σαν πτηνόμορφος δαίμονας κατατρώγει τα βλέφαρά της μικρής μου καρδιάς, καταστρέφοντας έτσι κάθε όμορφη σκέψη, κάθε όμορφη εμπειρία, κάθε όμορφη ανάμνηση.

Όταν ο ουρανός είναι συννεφιασμένος ψάχνω κλαίγοντας με τα κουρασμένα καστανά μάτια μου, που από το κλάμα έχουν σκουριάσει, μέσα στην άβυσσο της ζωής, που την έχει σκεπάσει μια μαύρη καταχνιά.

Όταν ο ουρανός είναι συννεφιασμένος, μόνο μια ελπίδα μου μένει. Να ρίξω μια ματιά στον ουρανό, μα και αυτή μ’ απαρνιέται. Αρπάζω ένα χρυσό αστέρι και φεύγω, πάνω απ’ αυτόν τον κατάμαυρο τιποτένιο εφιάλτη.

Όταν ο ουρανός είναι συννεφιασμένος, η ζωή τελειώνει για μένα, και αρχίζει να ξετυλίγεται εμπρός μου, ο δρόμος της καταστροφής.

Και προχωρώ. Προχωρώ προς την αντίθετη πλευρά….

Προχώρα, προχώρα…
Τώρα τίποτα δεν σου μένει εκτός αν ποτέ βρεις το κατάλευκο αγριοπερίστερο, που λέγεται ΖΩΗ και καταλάβεις γιατί σου κουνά τα φτερά του.






1988



ΑΓΑΠΗΣ ΑΠΟΣΚΙΡΤΙΜΑΤΑ


Άκουσα τις σταγόνες της βροχής, πέφτοντας να αντηχούν την λέξη «αγάπη».

Είδα ένα αστέρι να πέφτει στη γη και γράφτηκε η λέξη «αγάπη».

Κοίταξα τον ουρανό και διάβασα τη λέξη «αγάπη».

Θέλησα να φωνάξω τ’ όνομά σου και ακούστηκε η λέξη «αγάπη».

Σε ρώτησα τι είναι ζωή και γύρισε το βλέμμα σου στο άπειρο.
Σε ρώτησα τι είναι Θεός και σήκωσες με απορία τους ώμους.
Σου μίλησα για τον άνθρωπο και κατέβασες τα μάτια στο χώμα.

Τότε άρχισα να κλαίω. Προσπάθησα να σταματήσω, μα δεν το κατόρθωσα. Στα μάτια μου άναψε η ελπίδα. Γύρισα πίσω και σου είπα «Τι σημαίνει χαρά;», μα το βλέμμα σου μου απάντησε «Δεν ξέρω».

Σε παρακάλεσα να μου πεις τι σημαίνει δυστυχία, μα φύσηξε αέρας δυνατός και τα λόγια μου πετάξανε μακριά.

΄Ένιωσα να ελπίζω. Μάζεψα όλη μου τη δύναμη και σου φώναξα «Τι είναι αγάπη;». Τότε πήρες τη μικρή μαργαρίτα που δρόσισα με τα δάκρυά μου, τη φίλησες και μου την έδωσες.

Με μιας ένιωσα το νόημα της ζωής, τη λύση στα ερωτήματά μου. Της ψιθύρισα γλυκά «Καλημέρα ζωή» και άρχισα να είμαι ευτυχισμένη, να νιώθω όλους και όλα να πλημμυρίζουν ζωή και φως γύρω μου......
Ήμουν ερωτευμένη......... 1989



ΣΤΗΝ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΠΑΙΔΙΟΥ ΜΟΥ

Ο Θεός που στέκει εκεί ψηλά
θέλησε να χαρίσει ευτυχία
σε μια αμαρτωλή ψυχή
και έστειλε εσένα.

Μια ηλιαχτίδα ζωής και ομορφιάς
που ξεπήδησε από μέσα μου
για να γεμίσει την ζωή μου
με γέλιο και χαρά.

Δυο καστανοπράσινα ματάκια
που λαχταρούν μια αγκαλιά
και δυο κατακόκκινα χειλάκια
που μου φωνάζουν «μ’ αγαπάς;»

Ένα χάδι του και ένα χαμόγελό του
με κάνει όλα τα βάσανά μου να ξεχνώ
στην ύπαρξή μου δίνει σκοπό
μ’έμαθε στ’ αλήθεια ν’αγαπώ

Ξεψυχώ για ένα του χάδι
για ένα του τρυφερό φιλί
που μου χαρίζει μ’ αγάπη αληθινή
μεσ’ την ψευτιά του κόσμου αυτή.

Σ’ευχαριστώ πολύ Θεέ μου,
που μου’στειλες τούτο το παιδί
για να γεμίσει τη ζωή μου,
για να λυτρώσει την ψυχή.
1994



ΣΤΗΝ ΜΗΤΕΡΑ ΜΟΥ

Έκλαψα, έκλαψα πολύ….
Γιατί, θα μου πεις. Αφού έχεις τα πάντα. Τη δουλειά σου, τον άντρα σου, όλες σου τις ανέσεις. Ναι, θα σου πω και ευχαριστώ το Θεό γι’ αυτό.

Μα δεν έχω κοντά μου κάτι, που όμως το βλέπω παντού.
Βλέπω ένα μωρό ανυπεράσπιστο και φοβισμένο να τρέχει στην αγκαλιά μιας γυναίκας και ακόμα να μην μπορεί να μιλήσει και όμως τα μικρά δακρυσμένα του ματάκια φωνάζουν «μάνα».

Βλέπω τον εαυτό μου πονεμένο από τη ζωή, μα τώρα που άρχισε να ομορφαίνει, γιατί έχω κοντά μου αυτόν που λατρεύω, να κοιτάζω την φωτογραφία πάνω στην τουαλέτα μου, την γλυκειά της μορφή και ένα δάκρυ να κυλά από τα μάτια μου και τα χείλη μου να ψιθυρίζουν «μάνα μου».

Ο κόσμος κακός, οι συνεργάτες δύστροποι και γω μια χαζή, συναισθηματική γυναίκα που πληγώνομαι συνέχεια.
Κοιτάζω ψηλά στον ουρανό και παρακαλώ τον Θεό να μου δίνει κουράγιο να συνεχίσω να παλεύω για να επιβιώσω και το φάρμακο που μου στέλνει ο Θεός, είναι να κλείσω τα μάτια και σαν από θαύμα να την βλέπω μπροστά μου.

Στην αρχή φοβάμαι, μην σημαίνει τίποτα κακό, μα όχι, ο Θεός δεν μας αφήνει…και τότε παίρνω θάρρος και ξανακλείνοντας τα μάτια, νάτη μπροστά μου με ανοικτά τα χέρια, για να μ’ αγκαλιάσει, να μου απαλύνει κάθε πόνο, να μου δώσει την απέραντη της τρυφερότητα που τόσο χρειάζομαι.

Και τότε εγώ, μέσα από την ψυχή μου βαθιά, μα τόσο βαθιά, βγάζω μια φωνή που δεν την ακούει κανένας άλλος, παρά μόνο εκείνη, «μανούλα μου!».
Και ναι, πέφτω στην αγκαλιά της και όλα ξεχνιούνται.
Και πίκρες και βάσανα και όλα.

Ακόμη και τον άντρα μου νιώθω να τον αγαπώ ακόμα πιο πολύ, γιατί παίρνω δύναμη και κουράγιο από κείνη, για να σταθώ δίπλα του σωστά, τίμια και να του σταθώ σε ότι χρειαστεί.

Γιατί με έχει μάθει να αγαπώ όπως εκείνη. Δυνατά, αληθινά και με όλη μου την ύπαρξη. Σαν να μην υπάρχει τίποτα άλλο στον κόσμο εκτός από αυτή την αγάπη.

Μάνα μου, γλυκειά μου μάνα, με τι λόγια να μιλήσω, να περιγράψω το μεγαλείο σου. Ούτε που ξέρω.

Ευχαριστώ μόνο το Θεό, με όλη μου την ψυχή, που υπάρχεις και που με περιμένεις για να με δεις, έστω για λίγο. Για να σε δω και εγώ και να πέσω ξανά στην αγκαλιά σου, να δακρύσω, να κλάψω, να σου φωνάξω

«Μάνα μου, να’ πάλι ξανά στην αγκαλιά σου.......».















1994


ΘΑΛΑΣΣΑ ΜΟΥ


Θάλασσά μου εσύ απέραντη, ατέλειωτη, που’σαι ταραχή γεμάτη,
βγάζοντας επάνω σου, του καιρού το άχτι.

Άλλοτε πάλι ήρεμη, γαλήνια σαν να γελάς, κοροϊδεύοντας όλους εμάς, που τρέχουμε σαν τρελοί, ψάχνοντας να βρούμε την γαλήνη της ψυχής.

Πού νά‘ναι Θεέ μου, αυτή η γαλήνη που απεγνωσμένα ψάχνει κι η δική μου ψυχή;

Πώς γλυκιά μου θάλασσα μετά την αντάρα ηρεμείς και ξεχνάς τα κύματα που σε τάραξαν;

Πώς αντέχεις και περιμένεις υπομονετικά την επόμενη καταιγίδα που θα ξεσπάσει;

Πόσο δύσκολο για την ψυχή να σου μοιάσει. Να μπορεί να ξεχάσει τον κυκεώνα των ταραχών και των βασάνων που την βαραίνουν και να βρει ξανά την γαλήνη!!!

Μα κι ακόμα, πώς να πει ότι θ’ αντέξει τα καινούργια χαστούκια της ζωής που θα ‘ρθουν;

Πόσο ν’ αντέξει μια ψυχή, θάλασσά μου την φουρτούνα ,χωρίς να λυγίσει;

Αχ, γιατί να μην σου μοιάζει και η δική μου ψυχή;
Λύγισε, γονάτισε.......έσκυψε το κεφάλι.........
μα προσπαθεί μπας και βρέξει κάποιο ήρεμο κύμα την καρδιά της, όπως γλυκά φιλάει το δικό σου την αμμουδιά.........
1996


ΤΟΥ ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΟΣ Η ΑΒΥΣΣΟΣ

Δυο μάτια γεμάτα δάκρυα, δάκρυα γεμάτα αγάπη, μια λέξη που πνίγεται στον λυγμό.
Ένας λυγμός πόνου και ευτυχίας, που θέλει να ειπωθεί, αλλά δεν υπάρχουν λέξεις να δείξουν το μεγαλείο του.

Δυο μάτια γεμάτα δάκρυα, που θέλουν να φωνάξουν «σ’ αγαπώ», μα η λέξη αυτή μοιάζει τόσο μικρή, για να χωρέσει τη θάλασσα των συναισθημάτων.

Κι όμως είναι η μόνη λέξη που μπορεί να εκφράσει το μεγαλείο μιας ψυχής, μιας ψυχής που δεν αγαπάει τον εαυτό της, παρά ζει για κάποιον άλλον.

Αυτή η λέξη, ένα άγγιγμα χεριού, δυο μάτια υγρά από το συναίσθημα και τον πόνο, μαζί με τον λυγμό, που δεν την αφήνει να ειπωθεί, φανερώνει την ποιο μεγάλη αλήθεια: ότι για μια φορά, αληθινά αγαπήθηκες!














1996



ΜΑΝΑ, ΓΙΑΤΙ ΕΦΥΓΕΣ ΝΩΡΙΣ;

Μάνα, γιατί με άφησες;
Δεν ήξερες πόσο σε είχα ανάγκη;
Μ’ άφησες μόνη, μ’ αποτέλεσμα
να πιαστώ όταν μ’ απλώθηκε ένα χέρι.

Κανένα χέρι όμως, μάνα, δεν είχε
το δικό σου απαλό, αγνό,
αγαπημένο χάδι.
Τι ψευδαίσθηση, να νομίζω ότι
μπορούσε κανείς να σ’ αντικαταστήσει.

Ο πόνος του χαμού σου, συμπληρώθηκε
και από άλλο δυνατό πόνο.
Πόνο που γιατρεύτηκε πολύ μετά,
από τον μόνο ίσως αληθινό άνθρωπο
που γνώρισα.

Για πρώτη φορά, μετά από χρόνια,
μου έδειξε ένα κομμάτι της ψυχής του,
όμοιο με τη δική σου.
Σε κείνον βρήκα το πρόσωπό σου
να με στηρίξει, να μ’ αγαπάει, να με καταλαβαίνει.

Ναι, γλυκειά μου μάνα,
αν μ’ ακούς εκεί που είσαι,
ζεις για μένα, μέσα σ’ εκείνον.
Θα συνεχίσω να προσφέρω σ’ εκείνον
όπως και σε σένα, γιατί μέσα του
τώρα, ζεις εσύ.




Μα και πάλι, μάνα, σε ρωτάω
γιατί έφυγες νωρίς;
Είσαι συ άραγε εκεί ευτυχισμένη,
βρήκες την χαρά που στερήθηκες στην γη;

Μου ‘λεγες πως η ευχή σου
θα μ’ακολουθεί ακόμη και αν φύγεις.
Μακάρι τ’ όνειρο να ζήσει
και η ευχή σου να είναι θαυματουργή.
Τόση πίκρα, τόσο δάκρυ, να τα σβήσει........
























1995


Η ΑΓΑΠΗ ΑΡΓΗΣΕ

Μοναξιά, απελπισία, πόνος
που ήσουν όταν σε ήθελα;
Κουβέντες μου και εκκλήσεις
χτυπούσαν και πισωγύριζαν,
πάνω στον τοίχο της θωρακισμένης
ψυχής σου.

Κάποτε μ’ αγαπούσες, πώς άλλαξες;
Που πάει τ’ όνειρο, άραγε όταν πεθαίνει;
Σωσίβιο ψυχής και μυαλού,
μια πλαστή ξένη αγάπη.
Μια κλεμμένη ευτυχία, ψεύτικη,
που πρόσθεσε πιο πολύ πόνο,
πιο πολύ κενό και χάος.

΄Άλλαξα και γω, άλλαξες και συ
το όνειρο ξανάρθε, μα για πόσο;
Πόσο θα πάρει και σ’ αυτό να ξεψυχήσει;
Η αγάπη άργησε...............
μα ήρθε και πιάνομαι πάνω της
μήπως και σωθώ.
Η τελευταία μου ελπίδα..............






1997





ΑΓΓΕΛΕ ΜΟΥ

Πνοή μου, μάτια μου γλυκά
κάθε σου κουβέντα γλυκειά,
με στέλνει στον Παράδεισο.

΄Έναν Παράδεισο που δημιουργείς
πάνω στη γη μόλις φωνάζεις
«μανούλα σ’ αγαπώ, μου λείπεις τόσο»
και με κλείνεις μέσα στην μικρή σου,
μα τόσο ζεστή σου αγκαλιά.

Τα λόγια είναι μικρά, λίγα,
για να πω την ομορφιά
που γεμίζεις την ψυχή μου
μ’ ένα σου χαμόγελο.

Μονάκριβό μου πλάσμα,
πρίγκιπα και βασιλιά μου,
αν σε έχανα, θα χανόμουν
και γω μαζί σου.

Είσαι ολόκληρη η ζωή μου
νόημα της ύπαρξής μου.
Μην σταματήσεις ποτέ να μ’ αγαπάς,
να μου το λες, να μου το δείχνεις.

Η μανούλα θα ‘ναι πάντα εδώ
να σε αγκαλιάζει, να σε παρηγορεί
να σου προσφέρει την ίδια της τη ζωή.

Κομμάτι απ’ τη σάρκα μου, συνέχεια της πικρής
και άχαρης ζωής μου, θα κάνω τα πάντα για να νιώσεις την ευτυχία που εγώ στερήθηκα.

Θα δώσω τα πάντα, για να μην σβήσει
από τα ολόδροσα χειλάκια σου το γέλιο.
΄Άγγελε μου, Θεόσταλτε, για να ομορφύνεις
την άχαρη ζωή μου.

΄Άγγελε μου, τύλιξε με στα φτερά σου
βάλε με στον αγνό, καθάριο κόσμο σου
να νιώσω έστω και για λίγο
ευτυχισμένη και γεμάτη.

Άγγελέ μου, σώσε με από την απόγνωση.
Άγγελέ μου, πόσο σ’ αγαπώ!






















1997

MATAIH ZΩΗ

Ποιόν να πιστέψω άραγε;
Την μάνα μου που μου’ λεγε: «μικρή,
δεν είναι μάταιη η ζωή»;

«Πάντοτε, μια ζωή, το καλό να κάνεις
αν θέλεις στον Θεό κοντά
να πας όταν πεθάνεις».

Και γω αυτό το προσπαθώ
μα η ζωή και οι άνθρωποι αχάριστοι
έχουν γίνει
και μάταια για μένα όλα έχουν μείνει.

Πόσο πόνο, πόσο δάκρυ
μια ζωή να δίνομαι μονάχη,
μα να σταθεί στο πλάϊ μου
κανείς έννοια δεν έχει.

Κουράστηκε η ψυχή να μοιράζεται
να πονά, να αιμορραγεί.
Μόνη ανάπαυλα μου δίνει
ότι υπάρχει ένα παιδί.

Το γέλιο του, το χάδι του
η αγάπη του η τόση,
μου δίνει νόημα να ζω
μια ζωή και άλλη τόση.

Η ανάμνηση της μάνας μου
και το παιδί ετούτο
μου λένε πως δεν ήρθα για να ζω
μάταια στον κόσμο τούτο
1998


ΒΑΛΣΑΜΟ

Γιατί άραγε η καρδιά
να μην μπορεί να σβήνει
ότι βαριά την πλήγωσε
και πίσω τα κακά ν’ αφήνει;

Γιατί ο νους και η λογική
να μην την κουμαντάρουν
και πάντα όπου θέλει αυτή
την σκέψη να πηγαίνει;

Γιατί ακόμα και η συνείδηση
μόνη της λειτουργεί
και την αφήνει να γυρνά
εκεί που έχει πονέσει;

Γιατί η καρδιά να μην μισεί
αυτούς που την πλήγωσαν
και συνεχίζει ν’ αγαπά
κι ας έχει πίκρα τόση;

Γιατί δεν γερνάει κι αυτή
να κουραστεί, ν’ αράξει
να πάψει να ζητά, να θέλει
και ήρεμα να ζήσει;

Γιατί δεν έχει βάλσαμο
μέσ’ τη ζωή
Βάλσαμο λησμονιάς βαρύ
που όλα να τα σβήνει;




Πολύ κουράστηκες καρδιά
στα πίσω να γυρίζεις.
Κοίτα μπροστά, ροβόλησε
αν θες να συνεχίσεις.






























1998


ΤΟ ΠΑΙΔΙ ΜΟΥ


Αχ! Πόσο θα το’ θελα
μέσα στα μάτια του να μπω
που με τ’ αθώο βλέμμα τους
τα βλέπουν όλα ωραία.

Αχ! Και τι δεν θα’ δινα
να μπω μεσ’ την ψυχή του
τον κόσμο γύρω για να δω
με τον δικό του τρόπο.

Λίγη αισιοδοξία και χαρά
πώς θα’ θελα ν’ αντλήσω
την μαύρη την ψυχούλα μου
λιγάκι να φωτίσω.

Να πάψω άσχημα να ζω
και τη ζωή παιχνίδι
που μ’ ευχαριστεί,
μονάχα να γυρεύω.

Να’ χα ξανά την μάνα μου,
όπως και κείνο μ’ έχει,
στην αγκαλιά της να κρυφτώ
και κει να ξαποστάσω.

Πώς θα’ θελα παιδί να ξαναήμουνα
ξένοιαστα χρόνια παιδικά να ζήσω
ξανά να τ’ ακουμπήσω ακούραστα
και ανέμελα και άδολα να ζήσω.



Κουράζ’ η ενήλικη ζωή
και άλλο δεν βαστάω,
παιδί ξανά ας γινόμουνα
και πάντα έτσι ας βαστάω.




























1998



Ο ΧΡΟΝΟΣ

Οι μέρες, οι ώρες δεν περνούν
οι δείκτες κολλημένοι,
τα φύλλα στ’ ημερολόγιο
τα σχίζω και προσμένω.

Τι να’ ναι αυτό -ξέρω εγώ;-
αγώνα κάνω και μετρώ
οι μέρες να περάσουν
μήπως και φτάσουν κάπου.

Τι να’ ναι αυτό που την ψυχή
θα κάνει τις ώρες να μετράει
να πάψει ποια τον θάνατο
ζωή για ν’ απολαύσει;

Ποιος ξέρει άραγε θα’ ρθει
η ώρα που προσμένω;
Θα’ ναι καλή, θα’ ναι κακή
Πώς, άραγε, να ξέρω;.

Άραγε να’ ναι σίγουρα, αυτό που περιμένω;






1998







ΑΣ ΗΤΑΝ……

Ας ήτανε στο χέρι μου, την μοίρα μου ν’ αλλάξω
και μια ζωή απ’ την αρχή πάλι να ξεκινήσω.
Ας ήταν ξανά να γεννηθώ, με χαρακτήρα διαφορετικό.

Ευαισθησίες και καλό, μέσα μου να μην έχω.
πέτρα καρδιά, να μην πονά, ποτέ μην αγαπάει.
Άλλο να μην προσφέρεται, μονάχα να ζητάει.

Πόνο να δίνει πια κι αυτή, όπως της έχουν δώσει.
Να παρατά, να χάνεται, χωρίς να τηνε νοιάζει.

Ας ήτανε στο χέρι μου όλα να τα αλλάξω,
και τη ζωή μου απ’ την αρχή πάλι να ξαναπλάσω.
Γέλιο, χαρά, γαλήνεψη, το σύμπαν να γεμίζει,
Και στων ανθρώπων τις καρδίες, να βασιλέψει η ζήση.















1998

Σημείωση συγγραφέως

Εάν τα ποιήματα μου έγιναν αφορμή , οι καρδίες σας να νοιώσουν αισθήματα απαισιοδοξίας για την ζωή, σας διαβεβαιώ ότι ο ρεαλισμός που έχουν, είναι βγαλμένος από την σκληρή καθημερινότητα και δεν οφείλεται σε προσωπικά μου ιδανικά και καταθλιπτικές ενδότερες καταστάσεις.

Ο ρεαλισμός πολλές φορές είναι ο προσωπικός δρόμος για την λύτρωση και την πορεία προς τον μεταφυσικό κόσμο των υπέρτατων ιδανικών και του εσωτερικού στοχασμού.

Σάπικα Ευθυμία 02-11-2004

Δημόσιος Υπάλληλος Υ.ΕΘ.Α


ΚΡΙΤΙΚΕΣ ΕΙΔΙΚΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ ΠΟΙΗΣΗΣ

ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ
ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΑΘΗΓΗΤΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ ΡΙΖΑΡΕΙΟΥ ΣΧΟΛΗΣ
ΚΑΙ ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΕΛΛΗΝΩΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ
Κο ΚΑΧΡΙΜΑΝΗ ΝΙΚΗΦΟΡΟ

Στην με τον τίτλο «Ψυχανεμίσματα στοχασμών» της Ευθυμίας Σάπικα ποιητική έκφραση, αποτυπώνεται ανάγλυφα – παραστατικά, εμφαντικά – ένας καθαρός λόγος, ψυχής ομιλήματα, του ένδον κόσμου της το περιεχόμενο, η αλησμονή των βιωματικών της χαραγμάτων, η ευαισθησία, η ευγένεια, ο συναισθηματικός πλούτος, οι οραματισμοί, οι αναζητήσεις, ακόμη και αρχετυπικά εντυπώματα.
Είναι λόγος αλήθειας……
Πρόκειται για μια συλλογή λυρικών κυρίως ποιημάτων από εναύσματα, κεντρίσματα, που δέχθηκε η ποιήτρια από το οικογενειακό και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον.
Με σαφήνεια, φυσικότητα και απλότητα καταθέτει εξομολογητικά του ψυχικοπνευματικού της κόσμου το περιεχόμενο ως πομπός (όντας η ίδια δέκτης).
Τα πεζά κείμενα της συλλογής «Ψυχανεμίσματα στοχασμών» του ίδιου περιεχομένου διακρίνονται κι αυτά για την ποιητική τους φόρτιση, είναι ένα είδος «ρυθμικού λόγου».
Ξεχωριστή παρουσία στους στίχους της Ε. Σ. κατέχει το οικογενειακό περιβάλλον, η μητέρα, το παιδί, στίχοι απλοί που συγκινούν, καθώς είναι η φωνή ένδοθεν ανθρώπινη, λόγος ουσίας, αλήθεια, πραγματικότητα, «είναι» ζωή.
Η ποιήτρια εκχέει στους στίχους και στις γραμμές των «Ψυχανεμισμάτων» - όπως αναφέρθηκε ήδη – προσωπικά βιώματα, καταστάσεις, που φαίνεται ότι έχουν σημαδέψει έντονη, βαθιά απήχηση στης ζωής της το διάβα…
Προβληματισμοί, εναγώνιες στιγμές, χαρές, ελπίδες, λύπες, απογοητεύσεις – της ζωής της φαινόμενα – αναζητήσεις….
Ζητεί η ποιήτρια – πόσο αληθινή, ξεκάθαρη η έκφρασή της ως λόγος αλήθειας – να βρει διέξοδο, λύση, λύτρωση, απελευθέρωση, να δει το φως του ήλιου, τον καθαρό ουρανό, τη γαλήνη, την ηρεμία, την αγάπη΄ ξεκάθαρα αποφαίνεται:
«πονώ, Θεέ μου, πονώ κάθε ώρα, κάθε λεπτό…»
«λύτρωσε την ψυχή μου από το βαρύ, πικρό καημό.»
«δώσε κουράγιο και δύναμη στην πικραμένη μου καρδιά»’
βλενίζει, στηρίζεται, προσεύχεται στον Θεό.
Μια βαθιά απαιδιοδοξία διαφαίνεται διάχυτη στο μεγαλύτερο μέρος της ποιητικής της έκφρασης, μια απαισιοδοξία που φανερώνει

./.
-2-

εμφαντικά μια πραγματικότητα, μια κατάσταση, ένα «status» που ζητεί, αγωνίζεται να ξεπεράσει έτσι που διαφαίνεται μέσα απ’ αυτό το πλέγμα κάποιο φως, κάποια ελπίδα, πίστη, κάποιο λιμάνι απαντοχής…
Παρ’ όλη τη φαινομενική νομίζω απαισιοδοξία η ποιήτρια πιστεύει, ελπίζει….΄ σαφής ο λόγος της που είναι αποκαλυπτικός: «Πρέπει να ελπίζουμε….να ξαναποκτήσουμε αυτό που κάποτε ονομάζαμε ειρήνη»….
Με γλώσσα απλή, λιτή, λέξη σημαίνουσα, ύφος λυρικό, ποιητικό – προσωπικό -, με ρυθμό εσωτερικό που είναι αποκρυπτογράφηση των ενδοψυχικών κραδασμών της, η Ε. Σ. γράφει ποίηση αλήθειας, έκφραση «που μόνο σε στίχους των ποιητών κυκλοφορεί» κατά τον ποιητή Κ. Πηγαδιώτη.
Τα «Ψυχανεμίσματα Στοχασμών» της Ε. Σ. – ξεκίνημά της στο χώρο της ποίησης – προμηνύουν σοβαρή εξέλιξη στο λογοτεχνικό, ποιητικό, χώρο. Το ελπίζουμε, το πιστεύουμε, το ευχόμαστε.



31/1/1999


Καχριμάνης Νικηφόρος
Καθηγητής Φιλοσοφίας
Ριζαρείου Σχολής
Αντιπρόεδρος Εταιρίας
Ελλήνων Λογοτεχνών
Δνση: Κολοκοτρώνη 4,
Νέος Βουτζάς
Ραφήνα (19009)
Τηλ.: 2294032792


ΚΡΙΤΙΚΗ

ΕΠΙ ΤΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΡΙΑΣ ΣΑΠΙΚΑ ΕΥΘΥΜΙΑΣ

ΑΠΟ ΤΟΝ ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ-ΠΟΙΗΤΗ, ΣΗΦΑΚΗ ΙΩΑΝΝΗ

ΚΑΤΟΧΟΥ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΟΥ ΡΕΚΟΡ ΓΚΙΝΕΣ,

ΔΙΔΑΚΤΩΡ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑΣ, ΘΕΟΛΟΓΙΑΣ, ΒΥΖΑΝΤΙΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΤΕΡΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ ΙΟΥΣΤΙΝΙΑΝΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ Η.Π.Α.,

ΔΙΔΑΚΤΟΡΟΣ
ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΑΚΑΔΗΜΙΑΣ ΤΕΧΝΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΚΑΛΙΦΟΡΝΙΑΣ Η.Π.Α.,

ΑΚΑΔΗΜΑΪΚΟΥ,
ΜΕΛΟΥΣ ΤΩΝ ΑΚΑΔΗΜΙΩΝ: DE LYTESE ΠΑΡΙΣΙΩΝ, FERDINANDEA, ΚΑΤΑΝΙΑ ΙΤΑΛΙΑΣ,
DEL FIORINO ΦΛΩΡΕΝΤΙΑ ΙΤΑΛΙΑΣ,

ΑΡΧΟΝΤΟΣ ΝΟΤΑΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΜΕΓΑΛΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ)


Αν είναι, (κι είν’ αλήθεια), πως τούτη η εσώτερη κραδασμική ανταύγεια μιας αλλόκοσμης, γητευτικής, υπερούσιας αύρας, που φυγοκεντρικά εξαχτινώνεται και εξαγγελώνεται από μια μάργα, κρουστή προσώπου αρμονία, σύμπνοη με το καταμύχιο, πυρηνικό «μέσα» κάλλος, ΤΟΤΕ και ο χρόνος σταματά στους ωροδείχτες και τα πέτρινα τεύχη πέφτουν και οι καστροπυργόπορτες ξεμανταλώνονται κουρσευτικά ψυχών και σωμάτων κι ανοίγουν οι κλειδαμπαρωμένες των παραδείσων χρυσές πύλες.

Αυτή η εσώψυχη πυραρμονία κυοφορεί και γεννά πάντα δύο τριαδικά διδυμάρια: (ποίηση-ζωγραφική- μουσική και χορό-τραγούδι-γλυπτική) σαν εγγενή βιώματα μέσα στον καθένα τυχερό θνητό, που’ λαχε τούτης της θεϊκής πολυτάλαντης δωρεάς.

Είμαι βέβαιος πως η ποιήτρια όχι μόνο ωραία τραγουδά (που δίκαια καταπιάστηκε κιόλας με το τραγούδι), μα εχορεύει ωραία.
Μπορεί και με το χρωστήρα ν’ ασχοληθεί πετυχημένα και το γλύφανο και το πεντάγραμμο. Μίλησε ακόμα μια φορά αμίλητα το πρώταρχο, προπτωτικό, πρωτόχτιστο ΘΕΙΟ ΚΑΛΛΟΣ.

Και τέτοιο θείο κάλλος εξανθρώπινο, μετάρσιο, ουράνιο, αποκαλύπτει τ’ αγγελικό πρόσωπο μιας νέας ποιήτριας, της Ευθυμίας Ε. Σάπικα, που γεννά, αρμόζει, αρμονίζει ποιήματα και μόνο με τη σιωπή, τα’ ανάβλεμμα στις σελασγικές, σελασφόρες, ακριβές, δικές της ρούγες, αλλαργ’ από τα χθαμολά «των προσκαίρων τη φαντασία», και τα εφήμερα θέλγητρα.

«Κύριος οίδε» πόσα χρόνια η Μάννα φύση- η Θεία Πρόνοια μαστόρευε στα μυστικά, αθώρετα εργαστήρια της για να γεννήσει ένα τέτοιο, τέτοια καλούπια…..
Ύστερα μαζί, με το «τάλαντο» - το χάρισμα το γονιδιακό της ράτσας, έρχεται και η ανατροφή και η ευχή μιας μάνας, που μόνο δοξαστικά και μεγαλυνάρια ανήκουν καταδίκαια στην πανίερη μνήμη της, εκεί στη «Χώρα των ζώντων»…….

Μετά το παλάγγι της Αλήθειας βαραίνει και ο αρμυρός ιδρώτας της παιδαγωγίας (Αρετής, Σοφίας, Ονείρου), οράματος της ποιήτριας Ευθυμίας Σάπικα στη σκάφη που πρωτοζυμώνεται και πλαστουργείται κάθε ανθρώπινη αγγελοψυχούλα: Στη Σχολή Νηπιοβρεφοκόμων και ακόμα στα υπομονετικά γρανάζια της Alegro – Γυμνασίας και μάλιστα ξενόγλωσσης με το δεύτερό της πτυχίο και το τρίτο στην αγγλική και ελληνική βέβαια γραφομηχανή. Κατόπιν το ζύμωμα και το θεμελιακό πρωτοπλαστούργημα του αδελφού Δανιήλ (όνομα και χάρη), που είναι μαζί και αδελφός και πατέρας και δάσκαλος και γιατρός ψυχής και σώματος.

Έπειτα ακολουθεί ο θετικός περίγυρος του «Κλεινού άστεος», ίσως και η γειτονιά της. Και στεγανώνει και στεφανώνει το χάρισμα, η χάρη του γάμου της ποιήτριας μ’ ένα της πατρίδας άξιο γαλονά, Αξιωματικό.

Φιλώ σταυρωτά, μπροστά στον επώνυμο συμβίο, Ελληνα, πλατωνικά την Ελληνίδα, χριστιανή, δασκάλα, γυναίκα. «Γιατί ο Πλατωνικός
(μη φυσικός) έρωτας λαμπικάρει το νου και τα κατεβάζει ιδέες»
(Κ. Βάρναλης).

Και άλλη παράμετρη πλάστρα παιδαγωγία για την Ευθυμία Σάπικα είναι η εργασία που λες και την προόρισε ευλογητά, πάτρια η Θεία Πρόνοια. Η ανάλωσή της στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων, την Υπηρεσία – τη Σχολή που φλογίζει, αστακώνει και πλουμίζει την υπόσταση από πατριωσύνη, πειθάρχηση, τάξη, μεθοδεία, άσκηση νου και σώματος, θναία και αισιοδοξία και στους παιδευόμενους αξιωματικούς του μέλλοντος και στο προσωπικό της, αυτή η δοξασμένη περίλαμπρη Σχολή.

Σε βλέπω κιόλας στα κατακόρφια του Παρνασσού της ποίησης, αγαπητή και αγαπημένη μας Ευθυμία στο Πάνθεο του «Έαρος της μεγάλης τέχνης», της πιο μεγάλης.

Θαυμάζω, καταχαίρω, παραμερίζω να περάσεις Ελληνίδα, δασκάλα, μάνα, ποιήτρια, της γενιάς σου απαύγασμα.

Εσένα μεθεξειακό, έκτυπο χαλκέντερου αυτάδελφου, εφτάξιου ιεροφάντη του Ιπποκράτη, της Θεολογίας μύστη, του ψαλτήρα γλυκύφθογγο, σεμνό πρωτοβάρδο, και του ράσου Λευίτη «προδιαγεγραμμένο εκ κοιλίας μητρός» π. Δανιήλ πνευματικοπαίδια (μαζί με τη δικιά μου ταπεινότη), ψυχοπαίδια, ομόθυμα, ομόζηλα, ομογάλακτα, όμαιμα, ομόφτερα της Γεραράς Ριζαρείου Εκκλησιαστικής Σχολής και του μεγαλύναντος και δοξάσαντος αυτήν Μοραΐτη παλιού, αξεπέραστου Δασκάλου των Δασκάλων εν Κλεινού Άστυ, ένθεου Πλατωνιστή, φιλολόγου Νικηφόρου Καχριμάνη.

Οι μεταξένιες, γαϊτάνι, - θαρρείς δαντελωτές κερήθρες – στίχοι της, κεντημένοι αριστότεχνα με πνοϊκό μεράκι, δέχονται προνοιακά το Παρνασσικό της μέλι, για να ζωοποιήσουν το Μέγα (Θείο και ανθρώπινο) γόνο στο σαν φτερωτό, λες, μελισσομάνι = όποιο σαν ίδιο θεοσφόρο ακριβό της μήνυμα (:Άνθος-Κάλλος-Αλήθεια) του μουσικού λόγου, για το φωτοστέφανο της δημιουργίας, το «κατ’ εικόνα» περιούσιο πλάσμα του Χτίστη, τον άνθρωπο.

Με το μέλι (στίχο) της τούτο και το Νόμο της Χάρης του Ναζωραίου, γίνεται για όλους η «Κοινωνία» για την λύτρωση, τη μετάβαση πάει να πει του ανθρώπου στο «καθ’ ομοίωση», από το χώμα της ανεστιότητα, που αυτοκατάντησε ο ίδιος μοναχός με την ανταρσία του όντας μίζερος, δολερός, στραευκόπος της ζωής.

Κι αυτό είναι τ’ άπιαστο, η «χρεώλυση»…..το μεγάλο θαύμα μόνο του ποιητή: προφήτης υποφήτης και διδάχου, του πάντα αλάθητου φερέφωνου του θεού ΠΟΙΗΤΗ, σαν Δαβιτική λύρα, σκάλα Ιακώβεια, Ιώβεια υπομονή, Ιωάννεια φτέρωση, ψυχόγραμμα Πκύλειο, Αδράστεια Ελλήνια, Θεηγόρα, Θεϊκή Επιταγή.

Ο στίχος της Ευθυμίας Σάπικα ρέει σε σιγάληνα και αβίαστα σαν το κρουσταλλένιο νερό, γάργαρης δροσοπηγής, που ξεκινά από τα σπλάχνα του Ψηλορείτη και χορευτική, λειτουργική ανάβρα, περνά τον απάρθενο, κατάσκιο, παραδείσιο λόγγο, τραγουδώντας, ψάλλοντας σεμνά ηρωικά τραγούδια , χαρίζοντας ζωή στα πετεινά των ουρανών, τα ερπετά, τα ζούδεα, αναμεσίς από τις βιόλες, τα χαμομήλια και τα κρινάνθια.

Δε λογοπαίζει, δε φτιασιδώνει, δε μοστράρει την έμπνευσή της με ξόμπλια και λογάδια.

Μα σαν Δασκάλα Ελληνίδα, σα Χριστιανοπούλα, σαν πνευματοπαίδι θεολόγου (αδελφού), παπά, ιατρού, Εφέδρου Αξιωματικού και δαχτυλοδεικτούμενου κοινωνικού και Ευαγγελικού εργάτη, του Δανιήλ Σάπικα, πασχίζει να δώσει μήνυμα ψυχοσώο, πνυαματοφόρο, ανθρώπινο, ευγένειας, παιδαγωγίας, Ελληνισμένο, νοικοκυρίστικο, ηθο-φιλοσοφικό, με οιστροθεήλατο παλμό πάντα μέσα στα θέσμια τα’ ακατάλυτου θεόψυχου τρίπτυχου: Θρησκείας, Πατρίδας, Οικογένειας, Σοφίας, Αρετής, Αρχοντιάς, Αγάπης.

Το γράψιμο της νέας ποιήτριας δε γυαλίζει και δεν μυρίζει μελάνι μόνο, μα και μαθιών αρμύρα, κι αίμα κι ιδρώτα και στεναγμούς αλάλητους για: το «πώς βιοτέον» των συνανθρώπων, την Ειρήνη του κόσμου, των θνητών την προκοπή, τη σωστή των «παιδιών αγωγή», την ευτυχία (του «των άσαρκων εστί»-Σωκράτης), τη θυσία, τη συγνώμη, την προετοιμασία για τ’ ατέλειωτο – τ’ αλαργινό ταξίδι στ’ αύριο της απέναντι όχθης……

Στ’ αλήθεια τυχερός ο χρόνος, ο τόπος, τα σχολεία, τα χωριά, οι πολιτείες, οι πατρίδες, οι μητρίδες, τα νοικοκυριά, οι συμβίοι, τα παιδόγγονα, που έχουνε τέτοιες μανάδες, τέτοιους πολίτες – λειτουργούς, μύστες, ιεροφάντες, εξάγγελους, πρωτοκορυφαίες στον «Αμπελώνα» του Θεού, τον κόσμο τούτο, την «Κοιλάδα του Κλαυθμώνος», στον κωμικοτραγικό «Κλαυσίγελο» του θεάτρου της ζωής.

Αυτό το μαρμαρένιο αλώνι, που πάντα και παντού Διγενήδες θ’ αντροπαλεύουν με τον «Ακάλεστο Αλάστορα» κουρσευτή…..
Αυτό τ’ αλώνι, που ξεχωρίζει το «στάρι από την ήρα», τον πιστό από τον άπιστο.
Αυτό τ’ αλώνι, το πλάνο εκμαυλιστικό, που μέσα του κλωθοκεντάει καθένα μας την κωμωδία ή την τραγωδία του.

Αυτή την παλαίστρα, που ξεφανερώνει τους νάνους Σιληνούς και τους Ολύμπιους Απόλλωνες. Αυτό το Στάδιο της ζωής, που μ’ αμάραντα στεφανώνει στεφάνια τους κατανίκειους, ωραίους, αθάνατους αθλητές των «Καλών Αγώνων», π’ αγκαλιάστηκαν, μάτωσαν, έδραμαν, πόνεσαν, ίδρωσαν, έπεσαν, φτερούγισαν, νικήθηκαν αισχρώς ή ολβίως νίκησαν, σαν πλάσματα του γένους των Βροτών….

Φιλώ την ναι, ωραία ποιήτρια. Και παραμερίζω να περάσει λαλώντας το λόγο του ποιητή Ιωάννη Σίλερ, επιστήθιου φίλου του μεγάλου Γερμανού ποιητή και φιλόσοφου Ιωάννη Γκαίτε:



«Ποιος είναι πιο μεγάλος από τον ποιητή;

Κανένας.

Ο φιλόσοφος; Για μένα άνθρωπος, μα όχι ποιητής.

Ο μουσικός; Αδελφός.

Ο Θεός; Ωχ, είναι και κείνος Ποιητής!....».


Αθήνα, 20 Ιαν 2005 μ.Χ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: